- κεροβάτας
- κεροβάτᾱς , κεροβάτηςhorn-footedmasc acc plκεροβάτᾱς , κεροβάτηςhorn-footedmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεροβάτης — (και κεραβάτης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει πόδια από κεράτινη ύλη, που έχει πόδια με οπλές και χηλές («κεροβάτας Πᾱν», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Σχολ.) αυτός που βαδίζει στις κορυφές τών βουνών 3. (κατά την άποψη μερικών αρχ. γραμματικών) αυτός που … Dictionary of Greek